αυτεπαγωγή

αυτεπαγωγή
Φαινόμενο κατά το οποίο εμφανίζεται ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής, στα άκρα ενός κυκλώματος, όταν μεταβάλλεται η ένταση του ρεύματος που διαρρέει το κύκλωμα. Κάθε αγωγός που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα σχηματίζει γύρω από αυτόν μαγνητικό πεδίο. Η μεταβολή της έντασης του ρεύματος συνοδεύεται από αντίστοιχες μεταβολές της έντασης του μαγνητικού πεδίου και αυτό έχει επακόλουθο την μεταβολή της μαγνητικής ροής Φ. Από τους νόμους, όμως, των Φαραντάι-Νόιμαν και τον κανόνα του Λεντς προκύπτει ότι η ηλεκτρεγερτική δύναμη επαγωγής που παράγεται δίνεται από τον τύπο: Αλλά η μαγνητική ροή είναι ανάλογη της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος: Φ = LI (2), όπου L ο συντελεστής α. του αγωγού που εξαρτάται από το σχήμα του αγωγού και τις μαγνητικές ιδιότητες του μέσου που τον περιβάλλει. Για παράδειγμα, αν ο αγωγός έχει σχήμα πηνίου, ο L εξαρτάται από τον αριθμό και τη διάμετρο των σπειρών, από την παρουσία μέσα σε αυτόν σιδηρού πυρήνα ή ανάλογων κατασκευών. Από τις εξισώσεις (1) και (2) προκύπτει η ΗΕΔ λόγω α. που είναι: όπου το L μετριέται σε χένρι, όταν το δυναμικό Ε μετριέται σε βολτ, η ένταση του ρεύματος I σε αμπέρ και ο χρόνος t σε δευτερόλεπτα. Η ενέργεια του μαγνητικού πεδίου ενός πηνίου που έχει συντελεστή α. L και διαρρέεται από ρεύμα έντασης I είναι: και μετριέται σε τζάουλ όταν το L μετριέται σε χένρι και το I σε αμπέρ. Εφαρμογές της α. υπάρχουν σε πολλούς τομείς της ηλεκτρολογίας και ραδιοτεχνίας. Μία εφαρμογή της είναι στα επαγωγικά πηνία (πηνία Ρούμκορφ), που χρησιμοποιούνται κυρίως στο σύστημα ανάφλεξης των κινητήρων των αυτοκινήτων, χρησιμοποιείται επίσης για τη διέγερση των σωλήνων Γκάισλερ της φασματοσκοπίας, για την τροφοδότηση μικρών εγκαταστάσεων ακτινών Ρέντγκεν, σε απλοποιημένες γεννήτριες εναλλασσόμενου ρεύματος κ.ά.
* * *
η
φαινόμενο κατά το οποίο κάθε μεταβολή της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος που διαρρέει έναν αγωγό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη (στον αγωγό) ηλεκτρεγερτικής δύναμης εξ επαγωγής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κύκλωμα (ηλεκτρικό) — Σύνολο ενεργών (προσφέρουν ενέργεια) και παθητικών (καταναλώνουν ή αποθηκεύουν ενέργεια) στοιχείων, κατάλληλα συνδεδεμένων με αγωγούς, ικανό να διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα για την επιτέλεση ορισμένων σκοπών. Ενεργά στοιχεία ενός κ. είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • Τόμσον — Ν φρ. α) «ατομικό πρότυπο Τόμσον» φυσ. θεωρία σχετικά με τη θεωρητική περιγραφή τής εσωτερικής δομής τών ατόμων η οποία υποστηρίχθηκε από τον Τζόζεφ Τζων Τόμσον και σύμφωνα με την οποία τα άτομα έχουν τη μορφή ομοιόμορφων σφαιρών αποτελούμενων… …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοηλεκτρολογία — Τεχνική που επιτρέπει τη μετάδοση μηνυμάτων, ήχων ή εικόνων σε μεγάλη απόσταση με τη βοήθεια των ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Η ρ. είναι συλλογικό έργο, οφείλεται δε σε εφευρέτες επιστήμονες και τεχνικούς, που ανήκουν σε διάφορα έθνη. Το 1845 ο Μ.… …   Dictionary of Greek

  • υπέρταση — η / ὑπέρτασις, άσεως, ΝΜΑ υπέρμετρη ένταση, υπερβολικό τέντωμα νεοελλ. 1. ιατρ. πίεση ανώτερη τής φυσιολογικής, η οποία ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα τών αγγείων μέσα στα οποία κυκλοφορεί 2. (ηλεκτρολ.) διαφορά δυναμικού που υπερβαίνει την… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …   Dictionary of Greek

  • δίμιτη περιέλιξη — Πηνίο που δημιουργείται αν περιτυλίξουμε έναν συρμάτινο αγωγό με τέτοιο τρόπο ώστε σε κάθε σημείο του πηνίου να υπάρχουν δύο αγωγοί, πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, τους οποίους διαρρέουν δύο αντίθετα ρεύματα. Η δ.π. δεν παρουσιάζει αυτεπαγωγή,… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία — Γενικός όρος, με τον οποίο υποδηλώνονται όλες οι ακτινοβολίες που, διαδιδόμενες στον χώρο, μεταφέρουν ενέργεια με τη μορφή ηλεκτρομαγνητικών διαταράξεων του πεδίου. Τα διάφορα είδη ακτινοβολίας χαρακτηρίζονται με βάση τις συχνότητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”